κιστίδες

κιστίδες
κιστίς
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κιστίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης τών παριετωδών ή, κατ άλλους, τής τάξης τών βιολωδών, που ευδοκιμούν σε ηλιόλουστους τόπους, σε αμμώδη και ασβεστώδη εδάφη τών μεσογειακών χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… …   Dictionary of Greek

  • φουμάνα — Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια κιστίδες και είναι στενά συγγενικό με το ηλιάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fumana < λατ. fumus «καπνός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”